λοιμώσσω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοιμώσσω]], αττ.τ. λοιμώττω (Α) [[λοιμός]]<br />[[πάσχω]] από λοιμό («τῶν τειχῶν... ἐν οἷς οἱ [[τότε]] λοιμώξαντες ᾤκησαν», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ώσσω</i>, δηλωτικό ρ. ασθένειας ([[πρβλ]]. <i>λαιμ</i>-<i>ώσσω</i>, <i>μαιμ</i>-<i>ώσσω</i>)].
|mltxt=[[λοιμώσσω]], αττ.τ. λοιμώττω (Α) [[λοιμός]]<br />[[πάσχω]] από λοιμό («τῶν τειχῶν... ἐν οἷς οἱ [[τότε]] λοιμώξαντες ᾤκησαν», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ώσσω</i>, δηλωτικό ρ. ασθένειας ([[πρβλ]]. [[λαιμώσσω]], [[μαιμώσσω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιμώσσω Medium diacritics: λοιμώσσω Low diacritics: λοιμώσσω Capitals: ΛΟΙΜΩΣΣΩ
Transliteration A: loimṓssō Transliteration B: loimōssō Transliteration C: loimosso Beta Code: loimw/ssw

English (LSJ)

Att. λοιμώττω, fut. -ξω, A to have the plague, Gal.10.362, Luc.Hist.Conscr.15, Scyth.2, Max.Tyr.41.4, Sch.Ar.Pl.627; also ἐν λοιμώττοντι χωρίῳ a plague-spot, Procl.in Alc.p.256 C.

Greek (Liddell-Scott)

λοιμώσσω: Ἀττ. -ττω: -ξω, ἔχω λοιμόν, πάσχω ἐκ λοιμοῦ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15, Σκυθ. 2· πρβλ. λιμώσω ἐκ τοῦ λιμός.

French (Bailly abrégé)

être atteint de la peste.
Étymologie: λοιμός.

Greek Monolingual

λοιμώσσω, αττ.τ. λοιμώττω (Α) λοιμός
πάσχω από λοιμό («τῶν τειχῶν... ἐν οἷς οἱ τότε λοιμώξαντες ᾤκησαν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + επίθημα -ώσσω, δηλωτικό ρ. ασθένειας (πρβλ. λαιμώσσω, μαιμώσσω)].

Greek Monotonic

λοιμώσσω: Αττ. λοιμώττω, μέλ. λοιμώξω, μαστίζομαι από λοιμό, πάσχω από πανούκλα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

λοιμώσσω: атт. λοιμώττω быть пораженным чумой, быть зачумленным Luc.

Middle Liddell

λοιμώσσω,
to have the plague, Luc.