λουτήρας: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λουτήρ]], -ῆρος)<br />[[σκεύος]] ή κτιστό σκαφοειδές [[κατασκεύασμα]] στο οποίο πλένεται [[κάποιος]], [[μπανιέρα]] («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦν
|mltxt=ο (AM [[λουτήρ]], -ῆρος)<br />[[σκεύος]] ή κτιστό σκαφοειδές [[κατασκεύασμα]] στο οποίο πλένεται [[κάποιος]], [[μπανιέρα]] («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, [[ὥστε]] νίπτεσθαι», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων<br /><b>μσν.</b><br />το [[βαπτιστήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λούω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, -<i>τῆρος</i> ([[πρβλ]]. [[βατήρ]], [[κρατήρ]])].
καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, [[ὥστε]] νίπτεσθαι», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων<br /><b>μσν.</b><br />το [[βαπτιστήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λούω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, -<i>τῆρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βα</i>-<i>τήρ</i>, <i>κρα</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 18:52, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (AM λουτήρ, -ῆρος)
σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ)
νεοελλ.
χημ. μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων
μσν.
το βαπτιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λούω + επίθημα -τήρ, -τῆρος (πρβλ. βατήρ, κρατήρ)].