λυγοτευχής: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυγοτευχής]], -ές (Α)<br />κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγος]] «[[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τευχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεῦχος]] <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λυγοτευχής]], -ές (Α)<br />κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγος]] «[[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τευχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεῦχος]] <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»), [[πρβλ]]. [[νεοτευχής]], [[τοξοτευχής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:57, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A made of withes, κύρτος AP9.562 (Crin.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠγοτευχής: -ές, πεποιημένος ἐκ λυγαρ~ιᾶς, κύρτος Ἀνθ. Π. 9. 562.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
travaillé avec de l’osier.
Étymologie: λύγος, τεύχω.
Greek Monolingual
λυγοτευχής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεοτευχής, τοξοτευχής].
Greek Monotonic
λῠγοτευχής: -ές (τεύχω), φτιαγμένος από λυγαριά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῠγοτευχής: сплетенный из ивовых прутьев, ивовый (κύρτος Anth.).
Middle Liddell
λῠγο-τευχής, ές τεύχω
made of withes, Anth.