μεγαλόκολπος: Difference between revisions
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαλόκολπος]], -ον (Α)<br />αυτός του οποίου το [[ένδυμα]] έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («[[μεγαλόκολπος]] Νύξ», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μεγαλόκολπος]], -ον (Α)<br />αυτός του οποίου το [[ένδυμα]] έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («[[μεγαλόκολπος]] Νύξ», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]] ([[πρβλ]]. [[βαθύκολπος]], [[ευρύκολπος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:57, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A full-bosomed, Νύξ B.Fr.23 (leg. μελανό-).
German (Pape)
[Seite 106] mit großem Busen, Νύξ, Bacchyl. bei Schol. Ap. Rh. 3, 467, man vermuthet μελάγκολπος.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόκολπος: -ον, ὁ ἔχων μέγαν κόλπον ἢ μεγάλας καὶ βαθείας πτυχὰς (ἐν τῷ ἱματίῳ), Νυκτὸς μεγαλοκόλπου Βακχυλ. Ἀποσπ. 31 [40] Βlass, ἔνθα ἕτεροι μελανοκ-, ἢ μελαγκ-.
Greek Monolingual
μεγαλόκολπος, -ον (Α)
αυτός του οποίου το ένδυμα έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («μεγαλόκολπος Νύξ», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κόλπος (πρβλ. βαθύκολπος, ευρύκολπος)].