λιθουλκός: Difference between revisions
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό (AM [[λιθουλκός]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λιθουλκός]]<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμεύει για τη [[σύλληψη]] και [[εξαγωγή]] λίθου σχηματισμένου σε [[κύστη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το [[λατομείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκή]] ή [[ὁλκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ό (AM [[λιθουλκός]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λιθουλκός]]<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμεύει για τη [[σύλληψη]] και [[εξαγωγή]] λίθου σχηματισμένου σε [[κύστη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το [[λατομείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκή]] ή [[ὁλκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), [[πρβλ]]. [[εμβρυουλκός]], [[ξιφουλκός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 23 August 2021
English (LSJ)
όν, (ἕλκω) A quarrying stones, Poll.7.118. II as Subst. λ., ὁ, instrument for extracting the stone, Heliod. ap. Orib.45.6.2, Aët.16.111 (101), Paul.Aeg.6.60.
German (Pape)
[Seite 46] Steine heraus-, in die Höhe ziehend, Poll. 7, 118.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ ἕλκων ἐκ τοῦ λατομείου λίθους, Πολυδ. Ζ΄, 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λιθουλκός, ὁ, ἐργαλεῖον πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ λίθου τῆς κύστεως, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.
Greek Monolingual
-ό (AM λιθουλκός, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο λιθουλκός
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη και εξαγωγή λίθου σχηματισμένου σε κύστη
αρχ.
αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το λατομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. εμβρυουλκός, ξιφουλκός].