Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηκάς: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los

Menander, Monostichoi, 345
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηκάς]] -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> (για αίγες, πρόβατα, [[αλλά]] και για αγελάδες), αυτός που μηκάται, που βελάζει<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> η [[αίγα]] («θῡσαι μὲν τῇ Πανδήμῳ δεήσει λευκὴν μηκάδα», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μηκάς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μηκ</i>-<i>άδ</i>-<i>ς</i>) έχει σχηματιστεί από το ρηματ. [[θέμα]] του [[μηκάζω]], πιθ. αναλογικά με ονόματα ζώων σε -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. <i>δορκ</i>-<i>άς</i>, <i>κεμ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=[[μηκάς]] -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> (για αίγες, πρόβατα, [[αλλά]] και για αγελάδες), αυτός που μηκάται, που βελάζει<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> η [[αίγα]] («θῡσαι μὲν τῇ Πανδήμῳ δεήσει λευκὴν μηκάδα», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μηκάς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μηκ</i>-<i>άδ</i>-<i>ς</i>) έχει σχηματιστεί από το ρηματ. [[θέμα]] του [[μηκάζω]], πιθ. αναλογικά με ονόματα ζώων σε -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. [[δορκάς]], [[κεμάς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκάς Medium diacritics: μηκάς Low diacritics: μηκάς Capitals: ΜΗΚΑΣ
Transliteration A: mēkás Transliteration B: mēkas Transliteration C: mikas Beta Code: mhka/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A bleating one, in Hom. always of goats, in pl., μ. αἶγες Il.11.383, Od.9.124, 244, al., cf. Antiph. 1,52.8; also μ. ἄρνες E.Cyc.189. II as Subst., = αἴξ, S.Fr.509, AP9.123 (<Leon.>); λευκὴ μ. Luc.D DMeretr.7.1: pl., Theoc.1.87,5.100.

German (Pape)

[Seite 171] άδος, ἡ, von dem Vorigen, die meckernde, bei Hom. stets μηκάδες αἶγες, Il. 11, 383. 23, 31 Od. 9, 124. 244; Pind. Ol. 1, 182; Antiphan. com. Ath. X, 449 c; ἀρνῶν μηκάδων τροφαί, Eur. Cycl. 188; Soph. auch von Ochsen, brüllend, frg. 122. – Substantivisch ἡ μηκάς, Luc. D. Mer. 7, wie αἱ μηκάδες, Theocr. 1, 87. 5, 100.

Greek (Liddell-Scott)

μηκάς: -άδος, ἡ, ἡ μηκωμένη, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ αἰγῶν, ἐν τῷ πληθ., μηκάδες αἶγες Ἰλ. Λ. 383, Ὀδ. Ι. 124, 244, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1, ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8· αἱ μηκάδες, αἱ μηκώμεναι, Θεόκρ. 1. 87., 5. 100· καὶ ἐν τῷ ἑνικ. Ἀνθ. Π. 9. 123, Λουκ.· ― παρὰ τοῖς μετέπειτα, μ. ἄρνες, - βληχάδες, Εὐρ. Κύκλ. 189.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
1 qui bêle : ἡ μηκάς, chèvre ; rar. brebis;
2 qui mugit : ἡ μηκάς, taurelle.
Étymologie: cf. μηκάομαι.

English (Autenrieth)

άδος (μηκάομαι): bleating (of goats).

Greek Monolingual

μηκάς -άδος, ἡ (Α)
1. ως επίθ. (για αίγες, πρόβατα, αλλά και για αγελάδες), αυτός που μηκάται, που βελάζει
2. ως ουσ. η αίγα («θῡσαι μὲν τῇ Πανδήμῳ δεήσει λευκὴν μηκάδα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μηκάς (< μηκ-άδ-ς) έχει σχηματιστεί από το ρηματ. θέμα του μηκάζω, πιθ. αναλογικά με ονόματα ζώων σε -άς (πρβλ. δορκάς, κεμάς)].

Greek Monotonic

μηκάς: -άδος, ἡ, αυτή που βελάζει, λέγεται για θηλυκές κατσίκες, σε Όμηρ.· μεταγεν., μηκάδες ἄρνες = βληχάδες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μηκάς: II дор. v. l. μᾱκάς, άδος ἡ
1) коза или овца Theocr., Luc.;
2) телка Soph.
άδος (ᾰδ) adj. f блеющая (κἶγες Hom.).

Middle Liddell

μηκάς, άδος,
the bleating one, of she-goats, Hom.: —later, μ. ἄρνες, = βληχάδες, Eur. [from μηκάομαι