μελίρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελίρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που το [[στόμα]] του στάζει [[μέλι]], [[μελιστάλαχτος]], [[μελισταγής]] («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους [[τρεις]] Ιεράρχες)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («[[φωνή]] μελίρρυτη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μελίρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που το [[στόμα]] του στάζει [[μέλι]], [[μελιστάλαχτος]], [[μελισταγής]] («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους [[τρεις]] Ιεράρχες)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («[[φωνή]] μελίρρυτη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), [[πρβλ]]. [[αιμόρρυτος]], [[αλίρρυτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:01, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, = μελίρροος (flowing with honey), κρῆναι Pl. Ion 534b.
Greek (Liddell-Scott)
μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («φωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος, αλίρρυτος].
Greek Monotonic
μελίρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει μέλι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μελίρρῠτος: струящий мед, текущий медом (κρῆναι Plat.).