ἰσχυροπράγμων: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσχυροπράγμων]] -ον (Α)<br />αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράγμα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἰσχυροπράγμων]] -ον (Α)<br />αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράγμα]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλοπράγμων]], [[πολυπράγμων]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A doing mighty deeds, Paul.Al.O.1; gloss on ὀβριμοεργός, Sch.D Il.5.403.
German (Pape)
[Seite 1273] ονος, starke, muthige Thaten verrichtend, Erkl. von ὀβριμοεργός, Schol. Il. 5, 403.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχυροπράγμων: -ον, ὁ ἰσχυρά, μεγάλα ἔργα πράττων, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ὁμηρικοῦ ὀβριμοεργός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 403, Παῦλ. Ἀλεξ. Ἀποτελεσμ. 53, 8.
Greek Monolingual
ἰσχυροπράγμων -ον (Α)
αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλοπράγμων, πολυπράγμων].