ικανοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱκανοδότης]], ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)<br />αυτός που παρέχει [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], ο [[εγγυητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. <i>εργο</i>-[[δότης]], <i>τροφο</i>-[[δότης]].
|mltxt=[[ἱκανοδότης]], ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)<br />αυτός που παρέχει [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], ο [[εγγυητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[εργοδότης]], [[τροφοδότης]].
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)
αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής
αρχ.
αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργοδότης, τροφοδότης.