θαυματολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[θαυματολόγος]], -ον)<br />αυτός που αφηγείται θαύματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τερατολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαύμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] ([[πρβλ]]. <i>γλωσσο</i>-[[λόγος]], <i>τερατο</i>-[[λόγος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=-ο (Α [[θαυματολόγος]], -ον)<br />αυτός που αφηγείται θαύματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τερατολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαύμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] ([[πρβλ]]. [[γλωσσολόγος]], [[τερατολόγος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 24 August 2021

Greek Monolingual

-ο (Α θαυματολόγος, -ον)
αυτός που αφηγείται θαύματα
νεοελλ.
τερατολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -λογος < λέγω (πρβλ. γλωσσολόγος, τερατολόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].