κεφαλόπους: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεφαλόπους]], -[[οδός]], ὁ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι κεφαλόποδες</i><br />τα [[άκρα]] τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποῡς</i> «[[πόδι]]»), [[πρβλ]]. <i>ελεφαντό</i>-[[πους]], <i>λεοντό</i>-[[πους]]].
|mltxt=[[κεφαλόπους]], -[[οδός]], ὁ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι κεφαλόποδες</i><br />τα [[άκρα]] τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποῡς</i> «[[πόδι]]»), [[πρβλ]]. [[ελεφαντόπους]], [[λεοντόπους]]].
}}
}}

Revision as of 07:45, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλόπους Medium diacritics: κεφαλόπους Low diacritics: κεφαλόπους Capitals: ΚΕΦΑΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kephalópous Transliteration B: kephalopous Transliteration C: kefalopous Beta Code: kefalo/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, in pl., lamb's or goat's A trotters, Cass.Fel.40 (s.v.l.).

Greek Monolingual

κεφαλόπους, -οδός, ὁ (Α)
στον πληθ. οι κεφαλόποδες
τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πους (< ποῡς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντόπους, λεοντόπους].