κοινωνιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
(7)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koinonimaios
|Transliteration C=koinonimaios
|Beta Code=koinwnimai=os
|Beta Code=koinwnimai=os
|Definition=α, ον, = foreg.<span class="bibl">1.1</span>, <b class="b3">πράγματα, τοῖχος</b>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1728.8</span>, <span class="title">PMon.</span>16.19 (vi A.D.).
|Definition=α, ον, = [[κοινωνικός]] ([[held in common]], held by [[corporation]]s, relating to [[partnership]]s, [[social]], [[sociable]]) I. 1, πράγματα, [[τοῖχος]], PLond. 5.1728.8, PMon. 16.19 (vi AD).
}}
{{grml
|mltxt=κοινωνιμαῖος και κοινωνιμιαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο [[κοινόχρηστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινωνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i> (από συνδυασμό τών καταλ. -<i>ιμος</i> και -<i>αῖος</i>), [[πρβλ]]. [[επιστολιμαίος]], [[υποβολιμαίος]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινωνῐμαῖος Medium diacritics: κοινωνιμαῖος Low diacritics: κοινωνιμαίος Capitals: ΚΟΙΝΩΝΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: koinōnimaîos Transliteration B: koinōnimaios Transliteration C: koinonimaios Beta Code: koinwnimai=os

English (LSJ)

α, ον, = κοινωνικός (held in common, held by corporations, relating to partnerships, social, sociable) I. 1, πράγματα, τοῖχος, PLond. 5.1728.8, PMon. 16.19 (vi AD).

Greek Monolingual

κοινωνιμαῖος και κοινωνιμιαῖος, -αία, -ον (Α)
πάπ. αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο κοινόχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνός + κατάλ. -ιμαῖος (από συνδυασμό τών καταλ. -ιμος και -αῖος), πρβλ. επιστολιμαίος, υποβολιμαίος].