κλινόπους: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, και κλινόποδο, το (AM [[κλινόπους]], -οδος, ὁ)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα πόδια του κρεβατιού, τα στρίποδα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σημείο]] στο οποίο στηρίζεται [[κάτι]], το [[στήριγμα]] («[[κλινόπους]] τοίχου», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. <i>γωνιό</i>-[[πους]], <i>κεφαλό</i>-[[πους]]].
|mltxt=ο, και κλινόποδο, το (AM [[κλινόπους]], -οδος, ὁ)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα πόδια του κρεβατιού, τα στρίποδα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σημείο]] στο οποίο στηρίζεται [[κάτι]], το [[στήριγμα]] («[[κλινόπους]] τοίχου», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[γωνιόπους]], [[κεφαλόπους]]].
}}
}}

Revision as of 07:45, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνόπους Medium diacritics: κλινόπους Low diacritics: κλινόπους Capitals: ΚΛΙΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: klinópous Transliteration B: klinopous Transliteration C: klinopous Beta Code: klino/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, pl., A feet of a bed, Gp. 13.9.9: sg., generally, κ. τοίχου Hsch. s.v. θριγκός, EM455.55; σφιγγῶν ib.425.28 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1454] ποδος, ὁ, Bett-, Sänftenfuß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνόπους: ποδος, ὁ, ὁ ποὺς κλίνης, Γεωπ. 13. 9, 9· κ. τοίχου Ἡσύχ. ἐν λέξ. θριγκός.

Greek Monolingual

ο, και κλινόποδο, το (AM κλινόπους, -οδος, ὁ)
συν. στον πληθ. τα πόδια του κρεβατιού, τα στρίποδα
αρχ.
το σημείο στο οποίο στηρίζεται κάτι, το στήριγμακλινόπους τοίχου», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πους (< πούς), πρβλ. γωνιόπους, κεφαλόπους].