λαοφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαοφθόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο [[καταστρεπτικός]] για τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), [[πρβλ]]. <i>ανδρο</i>-[[φθόρος]], <i>κοσμο</i>-[[φθόρος]].
|mltxt=[[λαοφθόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο [[καταστρεπτικός]] για τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), [[πρβλ]]. [[ανδροφθόρος]], [[κοσμοφθόρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:50, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοφθόρος Medium diacritics: λαοφθόρος Low diacritics: λαοφθόρος Capitals: ΛΑΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: laophthóros Transliteration B: laophthoros Transliteration C: laofthoros Beta Code: laofqo/ros

English (LSJ)

ον,

A ruining the people, destructive, c.gen., στάσις Ἑλλήνων λ. Thgn.781.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοφθόρος: -ον, καταστρέφων τὸν λαόν, καταστρεπτικός, μετὰ γεν., Θέογν. 781.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui détruit ou perd le peuple.
Étymologie: λαός, φθείρω.

Greek Monolingual

λαοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος, κοσμοφθόρος.

Greek Monotonic

λᾱοφθόρος: (φθείρω), -ον, αυτός που καταστρέφει τον λαό, καταστρεπτικός, ολέθριος, με γεν., σε Θέογν.

Middle Liddell

φθείρω
ruining the people, destructive, c. gen., Theogn.