καπνίτης: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (Α [[καπνίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] φυτού, [[καπνόχορτο]] ή [[φουμαρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[καπνίτης]] [[λίθος]]» — [[καπνιαίος]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]], ([[πρβλ]]. <i>πισσ</i>-[[ίτης]], <i>πυρ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ὁ (Α [[καπνίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] φυτού, [[καπνόχορτο]] ή [[φουμαρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[καπνίτης]] [[λίθος]]» — [[καπνιαίος]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]], ([[πρβλ]]. [[πισσίτης]], [[πυρίτης]])].
}}
}}

Revision as of 07:50, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνίτης Medium diacritics: καπνίτης Low diacritics: καπνίτης Capitals: ΚΑΠΝΙΤΗΣ
Transliteration A: kapnítēs Transliteration B: kapnitēs Transliteration C: kapnitis Beta Code: kapni/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος A smoky quartz, Alex. Trall.1.15. II fem. καπν-ῖτις (v.l. -ίτης), = καπνός ΙΙ, Ps.-Dsc.4.109.

German (Pape)

[Seite 1323] ὁ, = κάπνιος, Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καπνίτης: ὁ, = κάπνιος ΙΙ, Διοσκ. 4. 110.

Greek Monolingual

ὁ (Α καπνίτης)
νεοελλ.
ονομασία φυτού, καπνόχορτο ή φουμαρία
αρχ.
φρ. «καπνίτης λίθος» — καπνιαίος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. -ίτης, (πρβλ. πισσίτης, πυρίτης)].