λειμωνήρης: Difference between revisions

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειμωνήρης]], -ες (Α)<br />αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («[[λειμωνήρης]] [[βοτάνη]]», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λειμών]], -<i>ῶνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] ([[πρβλ]]. <i>αμαξ</i>-[[ήρης]], <i>κλιν</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=[[λειμωνήρης]], -ες (Α)<br />αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («[[λειμωνήρης]] [[βοτάνη]]», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λειμών]], -<i>ῶνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] ([[πρβλ]]. [[αμαξήρης]], [[κλινήρης]])].
}}
}}

Revision as of 07:50, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειμωνήρης Medium diacritics: λειμωνήρης Low diacritics: λειμωνήρης Capitals: ΛΕΙΜΩΝΗΡΗΣ
Transliteration A: leimōnḗrēs Transliteration B: leimōnērēs Transliteration C: leimoniris Beta Code: leimwnh/rhs

English (LSJ)

ες, A belonging to a meadow, βοτάνη Suid.

German (Pape)

[Seite 23] ες, zur Wiese od. Aue gehörig, βοτάνη, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λειμωνήρης: -ες, (ἄρω) ἀνήκων εἰς λειμῶνα, «λειμωνήρης βοτάνη, ἡ ἐν τῷ λειμῶνι» Σουΐδ.

Greek Monolingual

λειμωνήρης, -ες (Α)
αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («λειμωνήρης βοτάνη», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, -ῶνος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. αμαξήρης, κλινήρης)].