μερολήπτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(24) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />αυτός που μεροληπτεί, [[μεροληπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λήπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), | |mltxt=ο<br />αυτός που μεροληπτεί, [[μεροληπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λήπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), [[πρβλ]]. [[δωρολήπτης]], [[προσωπολήπτης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 24 August 2021
Greek Monolingual
ο
αυτός που μεροληπτεί, μεροληπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. δωρολήπτης, προσωπολήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή].