κνισοδιώκτης: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κνισοδιώκτης]], ὁ (Α)<br />(κωμική [[ονομασία]] μύγας) αυτός που επιζητεί το [[λίπος]] <b>(Βατραχομ.)</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνῖσα]] <span style="color: red;">+</span> [[διώκτης]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κνισοδιώκτης]], ὁ (Α)<br />(κωμική [[ονομασία]] μύγας) αυτός που επιζητεί το [[λίπος]] <b>(Βατραχομ.)</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνῖσα]] <span style="color: red;">+</span> [[διώκτης]] ([[πρβλ]]. [[ιπποδιώκτης]], [[ληστοδιώκτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 24 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A Fat-hunter, name of a mouse, v.l. Batr. 232.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσοδῐώκτης: -ου, ὁ, ὁ διώκων, ἐπιζητῶν λίπος, ὄνομα μυὸς ἐν Βατραχομ. 235.
Greek Monolingual
κνισοδιώκτης, ὁ (Α)
(κωμική ονομασία μύγας) αυτός που επιζητεί το λίπος (Βατραχομ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + διώκτης (πρβλ. ιπποδιώκτης, ληστοδιώκτης)].