μοσχοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοσχοφάγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώει μοσχαρήσιο [[κρέας]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οἱ Μοσχοφάγοι</i><br />[[ονομασία]] φυλής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- [[πρβλ]]., <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[εσθίω]]), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-[[φάγος]], <i>καπρο</i>-[[φάγος]].
|mltxt=[[μοσχοφάγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώει μοσχαρήσιο [[κρέας]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οἱ Μοσχοφάγοι</i><br />[[ονομασία]] φυλής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- [[πρβλ]]., <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[εσθίω]]), [[πρβλ]]. [[ιπποφάγος]], [[καπροφάγος]].
}}
}}

Revision as of 07:54, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχοφάγος Medium diacritics: μοσχοφάγος Low diacritics: μοσχοφάγος Capitals: ΜΟΣΧΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: moschophágos Transliteration B: moschophagos Transliteration C: moschofagos Beta Code: mosxofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A eating calves, Διόνυσος Sch.Ar.Ra.360; οἱ M., name of a tribe, Peripl.M. Rubr.2,3.

German (Pape)

[Seite 210] Kälber, Kalbfleisch essend, Schol. Ar. Ran. 360.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοφάγος: -ον, ὁ τρώγων μόσχους, δηλ. μόσχειον κρέας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 357.

Greek Monolingual

μοσχοφάγος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώει μοσχαρήσιο κρέας
2. το αρσ. ως ουσ. οἱ Μοσχοφάγοι
ονομασία φυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ., -φαγ-ον, αόρ. β' του εσθίω), πρβλ. ιπποφάγος, καπροφάγος.