μελαγγραφής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαγγραφής]], -ές (Α)<br />[[γραμμένος]] με μαύρο [[χρώμα]] («διφθέραι μελαγγραφείς», Ευ p.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γραφής]] (<span style="color: red;"><</span> [[γραφή]]), [[πρβλ]]. <i>αρτι</i>-[[γραφής]], <i>χρυσο</i>-[[γραφής]]].
|mltxt=[[μελαγγραφής]], -ές (Α)<br />[[γραμμένος]] με μαύρο [[χρώμα]] («διφθέραι μελαγγραφείς», Ευ p.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γραφής]] (<span style="color: red;"><</span> [[γραφή]]), [[πρβλ]]. [[αρτιγραφής]], [[χρυσογραφής]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελαγγραφής:''' покрытый черными узорами (διφθέραι Eur.).
|elrutext='''μελαγγραφής:''' покрытый черными узорами (διφθέραι Eur.).
}}
}}

Revision as of 07:55, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγγρᾰφής Medium diacritics: μελαγγραφής Low diacritics: μελαγγραφής Capitals: ΜΕΛΑΓΓΡΑΦΗΣ
Transliteration A: melangraphḗs Transliteration B: melangraphēs Transliteration C: melaggrafis Beta Code: melaggrafh/s

English (LSJ)

ές, A marked with black, διφθέραι prob. for μελεγγρ- in E.Fr.627.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγγρᾰφής: -ές, ὁ μὲ μέλαν χρῶμα γεγραμμένος, διφθέραι Εὐρ. Ἀποσπ. 629.

Greek Monolingual

μελαγγραφής, -ές (Α)
γραμμένος με μαύρο χρώμα («διφθέραι μελαγγραφείς», Ευ p.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -γραφής (< γραφή), πρβλ. αρτιγραφής, χρυσογραφής].

Russian (Dvoretsky)

μελαγγραφής: покрытый черными узорами (διφθέραι Eur.).