μηλοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μηλοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[ | |mltxt=[[μηλοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[μητροκτόνος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 25 August 2021
English (LSJ)
ον, A sheep-killing, Hsch. s.v. οἰσφάγῳ σιδήρῳ.
German (Pape)
[Seite 173] Schaafe tödtend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τὰ πρόβατα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οἰο(σ)φάγῳ σιδήρῳ.
Greek Monolingual
μηλοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), μητροκτόνος.