ετερόκλητος: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(14) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ ἑτερόκλητον, τὸ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για όμιλο ανθρώπων) αυτός που αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής προέλευσης, από άτομα ανόμοια [[μεταξύ]] τους [[κατά]] την κοινωνική [[τάξη]], την [[εμφάνιση]] κ.λπ. («ετερόκλητο [[πλήθος]]»)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[ανομοιογενής]] («ετερόκλητη [[επίπλωση]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόκλητον</i><br />η [[προσωνυμία]], η πρόσθετη [[ονομασία]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καλώ]]), | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἑτερόκλητον]], τὸ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για όμιλο ανθρώπων) αυτός που αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής προέλευσης, από άτομα ανόμοια [[μεταξύ]] τους [[κατά]] την κοινωνική [[τάξη]], την [[εμφάνιση]] κ.λπ. («ετερόκλητο [[πλήθος]]»)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[ανομοιογενής]] («ετερόκλητη [[επίπλωση]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόκλητον</i><br />η [[προσωνυμία]], η πρόσθετη [[ονομασία]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καλώ]]), [[πρβλ]]. [[μετακλητός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:39, 25 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἑτερόκλητον, τὸ)
νεοελλ.
1. (για όμιλο ανθρώπων) αυτός που αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής προέλευσης, από άτομα ανόμοια μεταξύ τους κατά την κοινωνική τάξη, την εμφάνιση κ.λπ. («ετερόκλητο πλήθος»)
2. (για πράγματα) ανομοιογενής («ετερόκλητη επίπλωση»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόκλητον
η προσωνυμία, η πρόσθετη ονομασία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + κλητός (< καλώ), πρβλ. μετακλητός.