σφαιροβόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, Ν<br /><b>1.</b> [[αθλητής]] που μετέχει στο [[αγώνισμα]] της σφαιροβολίας<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) <b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] βασιδιομυκήτων που ανήκει στην [[τάξη]] [[νιδουλαριώδη]] της κλάσης γαστερομύκητες και περιλαμβάνει κοσμοπολίτικα σαπροφυτικά είδη τα οποία χαρακτηρίζονται από τη σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] [[εκτόξευση]] του σφαιρικού γόνιμου τμήματος του καρποφόρου που περιέχει τα [[σπόρια]] [[κατά]] τρόπο ο [[οποίος]] θυμίζει τη [[ρίψη]] σφαίρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφαίρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρο</i>-[[βόλος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Α. Βαμπά. Η λ. με την επιστημονική της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>sphaerobolus</i>].
|mltxt=ο, η, Ν<br /><b>1.</b> [[αθλητής]] που μετέχει στο [[αγώνισμα]] της σφαιροβολίας<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) <b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] βασιδιομυκήτων που ανήκει στην [[τάξη]] [[νιδουλαριώδη]] της κλάσης γαστερομύκητες και περιλαμβάνει κοσμοπολίτικα σαπροφυτικά είδη τα οποία χαρακτηρίζονται από τη σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] [[εκτόξευση]] του σφαιρικού γόνιμου τμήματος του καρποφόρου που περιέχει τα [[σπόρια]] [[κατά]] τρόπο ο [[οποίος]] θυμίζει τη [[ρίψη]] σφαίρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφαίρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[πυροβόλος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Α. Βαμπά. Η λ. με την επιστημονική της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>sphaerobolus</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο, η, Ν
1. αθλητής που μετέχει στο αγώνισμα της σφαιροβολίας
2. (το αρσ.) (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη νιδουλαριώδη της κλάσης γαστερομύκητες και περιλαμβάνει κοσμοπολίτικα σαπροφυτικά είδη τα οποία χαρακτηρίζονται από τη σε μεγάλη απόσταση εκτόξευση του σφαιρικού γόνιμου τμήματος του καρποφόρου που περιέχει τα σπόρια κατά τρόπο ο οποίος θυμίζει τη ρίψη σφαίρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαίρα + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Α. Βαμπά. Η λ. με την επιστημονική της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. sphaerobolus].