ονοματοθέτης: Difference between revisions

From LSJ
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀνοματοθέτης]])<br />αυτός που δίνει όνομα σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάδοχος]], [[νονός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολείται με την επιστημονική ή [[τεχνική]] [[ονοματοθεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνομα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ωρο</i>-[[θέτης]].
|mltxt=ο (Α [[ὀνοματοθέτης]])<br />αυτός που δίνει όνομα σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάδοχος]], [[νονός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολείται με την επιστημονική ή [[τεχνική]] [[ονοματοθεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνομα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), [[πρβλ]]. [[ωροθέτης]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α ὀνοματοθέτης)
αυτός που δίνει όνομα σε κάποιον ή σε κάτι
νεοελλ.
1. ανάδοχος, νονός
2. αυτός που ασχολείται με την επιστημονική ή τεχνική ονοματοθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. ωροθέτης.