φεγγαροπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει [[πρόσωπο]] στρογγυλό και φωτεινό σαν το [[φεγγάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φεγγάρι]] <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπο]]), <b>πρβλ.</b> <i>αγγελο</i>-[[πρόσωπος]].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει [[πρόσωπο]] στρογγυλό και φωτεινό σαν το [[φεγγάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φεγγάρι]] <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπο]]), [[πρβλ]]. [[αγγελοπρόσωπος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:25, 25 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει πρόσωπο στρογγυλό και φωτεινό σαν το φεγγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + -πρόσωπος (< πρόσωπο), πρβλ. αγγελοπρόσωπος.