τοξήρης: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρες, Α<br /><b>1.</b> οπλισμένος με [[τόξο]] («[[τοξήρης]] [[χείρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[τόξο]], [[τοξικός]] («τοξήρη σάγην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[τόξο]] («[[τοξήρης]] [[ψαλμός]]» — [[ήχος]] που παράγεται από [[χορδή]] τόξου, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι), <b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]].
|mltxt=-ῆρες, Α<br /><b>1.</b> οπλισμένος με [[τόξο]] («[[τοξήρης]] [[χείρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[τόξο]], [[τοξικός]] («τοξήρη σάγην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[τόξο]] («[[τοξήρης]] [[ψαλμός]]» — [[ήχος]] που παράγεται από [[χορδή]] τόξου, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι), [[πρβλ]]. [[ποδήρης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:25, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξήρης Medium diacritics: τοξήρης Low diacritics: τοξήρης Capitals: ΤΟΞΗΡΗΣ
Transliteration A: toxḗrēs Transliteration B: toxērēs Transliteration C: toksiris Beta Code: toch/rhs

English (LSJ)

ες, (ἀραρίσκω) A furnished with the bow, χείρ E.Alc.35 (anap.), cf. Rh.226 (lyr.). 2 = τοξικός, τ. σαγή Id.HF188; τ. ψαλμός the twang of the bowstring, ib.1063 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1128] ες, mit Bogen (und Pfeil) versehen; der Bogenschütze, Eur. Rhes. 226; χείρ, Alc. 36; σάγη, Herc. f. 188.

Greek (Liddell-Scott)

τοξήρης: -ες, (√ΑΡ, ἀραρίσκω) ὡπλισμένος διὰ τόξου, χείρ Εὐρ. Ἄλκ. 35, πρβλ. Ρῆσ. 226. 2) = τοξικός, τ. σάγη ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 1. 88· τ. ψαλμός, ὁ ἦχος ὁ ἀποτελούμενος ἐκ νευρᾶς τοῦ τόξου, αὐτόθι 1063.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
armé d’un arc.
Étymologie: τόξον.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
1. οπλισμένος με τόξοτοξήρης χείρ», Ευρ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τόξο, τοξικός («τοξήρη σάγην», Ηρόδ.)
3. αυτός που προέρχεται από τόξοτοξήρης ψαλμός» — ήχος που παράγεται από χορδή τόξου, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -ήρης (Ι), πρβλ. ποδήρης.

Greek Monotonic

τοξήρης: -ες (ἀραρίσκω
1. οπλισμένος με τόξο, σε Ευρ.
2. = τοξικός, στον ίδ.· τοξήρης ψαλμός, ήχος που παράγεται από τη χορδή τόξου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τοξήρης:
1) вооруженный луком (χείρ Eur.);
2) состоящий из лука и стрел (σάγη Eur.);
3) издаваемый луком, т. е. дрожащей тетивой: τοξήρει ψαλμῷ τοξεύσας Eur. застрелив из лука.

Middle Liddell

τοξ-ήρης, ες ἀραρίσκω
1. furnished with the bow, Eur.
2. = τοξικός, Eur.; τ. ψαλμός the twang of the bowstring, Eur.

English (Woodhouse)

of a bow

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)