στοργή: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=storgi | |Transliteration C=storgi | ||
|Beta Code=storgh/ | |Beta Code=storgh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[love]], [[affection]], <span class="bibl">Emp.109.3</span>, <span class="bibl">Antipho <span class="title">Fr.</span>73</span>; γνησίων πολιτῶν <span class="title">BMus.Inscr.</span>4.481*.9 (Ephesus), cf. <span class="title">CIG</span>2802 (Aphrodisias); ἐχόμενος τῆς εἰς δὲ ἀεὶ στοργῆς <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1766.3</span> (iii A.D.); | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[love]], [[affection]], <span class="bibl">Emp.109.3</span>, <span class="bibl">Antipho <span class="title">Fr.</span>73</span>; γνησίων πολιτῶν <span class="title">BMus.Inscr.</span>4.481*.9 (Ephesus), cf. <span class="title">CIG</span>2802 (Aphrodisias); ἐχόμενος τῆς εἰς δὲ ἀεὶ στοργῆς <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1766.3</span> (iii A.D.); especially of parents and children, ἡδύ γε πατὴρ τέκνοισιν, εἰ στοργὴν ἔχοι <span class="bibl">Philem.200</span>; <b class="b3">γονέων πρὸς ἔκγονα σ</b>. Plu.2.1100d, cf. <span class="bibl">Cic. <span class="title">Att.</span>10.8.9</span>; σ. φυσικὴ πρὸς τὰ τέκνα Demetr.Lac.<span class="title">Herc.</span>1012.44: pl., <span class="bibl">Man.4.378</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> rarely [[sexual love]], AP5.165 (Mel.), <span class="bibl">190</span> (Id.), <span class="bibl">7.476</span> (Id.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:00, 14 September 2021
English (LSJ)
ἡ, A love, affection, Emp.109.3, Antipho Fr.73; γνησίων πολιτῶν BMus.Inscr.4.481*.9 (Ephesus), cf. CIG2802 (Aphrodisias); ἐχόμενος τῆς εἰς δὲ ἀεὶ στοργῆς POxy.1766.3 (iii A.D.); especially of parents and children, ἡδύ γε πατὴρ τέκνοισιν, εἰ στοργὴν ἔχοι Philem.200; γονέων πρὸς ἔκγονα σ. Plu.2.1100d, cf. Cic. Att.10.8.9; σ. φυσικὴ πρὸς τὰ τέκνα Demetr.Lac.Herc.1012.44: pl., Man.4.378, etc. 2 rarely sexual love, AP5.165 (Mel.), 190 (Id.), 7.476 (Id.).
German (Pape)
[Seite 949] ἡ, Liebe, Zuneigung, Zärtlichkeit; bes. Liebe zu den Eltern und Kindern, doch auch Geschlechtsliebe, Mel. 14. 64. 103. 109 (XII, 68. V, 191. 166. VII, 476) u. öfter in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
στοργή: ἡ, (στέργω) ἀγάπη θερμή, μάλιστα ἐκ μέρους τῶν γονέων πρὸς τὰ τέκνα, Ἐμπεδ. 380, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78· ἡδύ γε πατήρ τέκνοισιν, εἰ στοργήν ἔχει Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 108· γονέων πρὸς ἔκγονα στ. Πλούτ. 2. 1100D· ἐν τῷ πληθ., Μανέθων 4. 378, κτλ. 2) σπανίως ἐπὶ σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἢ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 166, 191., 7. 476. -Πρβλ. στέργω, φιλόστοργος, -έω, -ία.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
tendresse, particul. tendresse paternelle ou filiale.
Étymologie: στέργω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
αγάπη αγνή, θερμή και βαθιά, αφοσίωση (α. «μητρική στοργή» β. «ἡδύ γε πατὴρ τέκνοισιν, εἰ στοργὴν ἔχοι», Φιλήμ.
γ. «γονέων πρὸς ἔκγονα στοργή», Πλούτ.)
αρχ.
σπαν. ερωτική αγάπη, σαρκικός πόθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στοργ- του στέργω].
Greek Monotonic
στοργή: ἡ (στέργω), αγάπη, στοργή, αφοσίωση, λέγεται ιδίως για την αγάπη μεταξύ γονέων και παιδιών, σε Αντιφών.
Russian (Dvoretsky)
στοργή: ἡ любовь (γονέων πρὸς τέκνα Arst. и πρὸς ἔκγονα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στοργή -ῆς, ἡ [στέργω] liefde, genegenheid. lust, passie. AP 5.166.3.
Middle Liddell
στοργή, ἡ, στέργω
love, affection, of parents and children, Antipho.