ἐνόρασις: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0850.png Seite 850]] ἡ, das Ansehen, Clem. Al. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0850.png Seite 850]] ἡ, das Ansehen, Clem. Al. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[visión]] δράκοντες τρεῖς ... τῇ ἐνοράσει ἐκφοβοῦντες tres serpientes cuya [[visión]] daba [[pavor]]</i> Sch.P.<i>O</i>.194 Böckh, c. gen. obj. τῆς ἐκείνου ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.<i>Marc</i>.13.<br /><b class="num">2</b> en comparación con el [[teatro]] [[visión interior]], e.e., de lo que ocurre fuera de la [[escena]], como algo propio de Dios y op. [[περιόρασις]] ‘[[visión del entorno]]’ y [[συνόρασις]] ‘[[visión del conjunto]]’, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.17.156. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐνόρασις]]) [[ενορώ]]<br /><b>1.</b> το να διαβλέπει, να διαισθάνεται [[κάποιος]] [[κάτι]] που οι άλλοι αγνοούν ή παραβλέπουν<br /><b>2.</b> η [[ικανότητα]] να βλέπει [[κανείς]], να γνωρίζει τον ιδεατό, τον μεταφυσικό κόσμο<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ικανότητα]] να επισημαίνει και να παρατηρεί [[κανείς]] φαινόμενα [[χωρίς]] να μεσολαβεί πλήρως η [[λογική]] [[ενέργεια]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνόρᾱσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐνορᾶν, ἐμβλέπειν, Κλήμ. Ἀλ. 821. | |lstext='''ἐνόρᾱσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐνορᾶν, ἐμβλέπειν, Κλήμ. Ἀλ. 821. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 7 November 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, beholding, observation, contemplation θεοῦ Porph.Marc.13.
German (Pape)
[Seite 850] ἡ, das Ansehen, Clem. Al.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 visión δράκοντες τρεῖς ... τῇ ἐνοράσει ἐκφοβοῦντες tres serpientes cuya visión daba pavor Sch.P.O.194 Böckh, c. gen. obj. τῆς ἐκείνου ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.Marc.13.
2 en comparación con el teatro visión interior, e.e., de lo que ocurre fuera de la escena, como algo propio de Dios y op. περιόρασις ‘visión del entorno’ y συνόρασις ‘visión del conjunto’, Clem.Al.Strom.6.17.156.
Greek Monolingual
η (AM ἐνόρασις) ενορώ
1. το να διαβλέπει, να διαισθάνεται κάποιος κάτι που οι άλλοι αγνοούν ή παραβλέπουν
2. η ικανότητα να βλέπει κανείς, να γνωρίζει τον ιδεατό, τον μεταφυσικό κόσμο
νεοελλ.
η ικανότητα να επισημαίνει και να παρατηρεί κανείς φαινόμενα χωρίς να μεσολαβεί πλήρως η λογική ενέργεια.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνόρᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἐνορᾶν, ἐμβλέπειν, Κλήμ. Ἀλ. 821.