ἐνόρασις
English (LSJ)
-εως, ἡ, beholding, observation, contemplation θεοῦ Porph.Marc.13.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 visión δράκοντες τρεῖς ... τῇ ἐνοράσει ἐκφοβοῦντες tres serpientes cuya visión daba pavor Sch.P.O.194 Böckh, c. gen. obj. τῆς ἐκείνου ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.Marc.13.
2 en comparación con el teatro visión interior, e.e., de lo que ocurre fuera de la escena, como algo propio de Dios y op. περιόρασις ‘visión del entorno’ y συνόρασις ‘visión del conjunto’, Clem.Al.Strom.6.17.156.
German (Pape)
[Seite 850] ἡ, das Ansehen, Clem. Al.
Greek Monolingual
η (AM ἐνόρασις) ενορώ
1. το να διαβλέπει, να διαισθάνεται κάποιος κάτι που οι άλλοι αγνοούν ή παραβλέπουν
2. η ικανότητα να βλέπει κανείς, να γνωρίζει τον ιδεατό, τον μεταφυσικό κόσμο
νεοελλ.
η ικανότητα να επισημαίνει και να παρατηρεί κανείς φαινόμενα χωρίς να μεσολαβεί πλήρως η λογική ενέργεια.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνόρᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἐνορᾶν, ἐμβλέπειν, Κλήμ. Ἀλ. 821.