σεπτός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=septos
|Transliteration C=septos
|Beta Code=septo/s
|Beta Code=septo/s
|Definition=ή, όν, [[holy]], [[august]], [[venerable]], ἵησι σ. [[Νεῖλος]] [[ῥέος]] A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. [[σεπτῶς]] = [[in sanctity]], [[sacredly]]
|Definition=ή, όν, [[holy]], [[august]], [[venerable]], ἵησι σ. [[Νεῖλος]] [[ῥέος]] A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. [[σεπτῶς]] = [[in sanctity]], [[sacredly]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σεπτός''': ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[σέβομαι]], [[σεβαστός]], σ. Νείλου [[ῥέος]] Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, -Ἐπίρρ. [[σεπτῶς]], Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεπτά· θαυμαστά. σεβάσμια».
|lstext='''σεπτός''': ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[σέβομαι]], [[σεβαστός]], σ. Νείλου [[ῥέος]] Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, Ἐπίρρ. [[σεπτῶς]], Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σεπτά]]· [[θαυμαστά]]. [[σεβάσμια]]».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σεπτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[σεβαστός]], [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]] (α. «το σεπτό [[λείψανο]] του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῑλος [[ῥέος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σεπτά<br />θαυμαστά<br />σεβάσμια». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σεπτώς</i> / <i>σεπτῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σεπτά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σεπτό, με σεβασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σεβ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]].
|mltxt=-ή, -ό / [[σεπτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[σεβαστός]], [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]] (α. «το σεπτό [[λείψανο]] του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῑλος [[ῥέος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σεπτά]]<br />[[θαυμαστά]]<br />[[σεβάσμια]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σεπτώς]] / [[σεπτῶς]] ΝΜΑ, και [[σεπτά]] Ν<br />[[κατά]] τρόπο σεπτό, με σεβασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σεβ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:15, 24 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεπτός Medium diacritics: σεπτός Low diacritics: σεπτός Capitals: ΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: septós Transliteration B: septos Transliteration C: septos Beta Code: septo/s

English (LSJ)

ή, όν, holy, august, venerable, ἵησι σ. Νεῖλος ῥέος A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. σεπτῶς = in sanctity, sacredly.

German (Pape)

[Seite 872] adj. verb. von σέβομαι, verehrt, zu verehren, übh. = σεμνός; vom Nilstrome Aesch. Prom. 814.

Greek (Liddell-Scott)

σεπτός: ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σέβομαι, σεβαστός, σ. Νείλου ῥέος Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, Ἐπίρρ. σεπτῶς, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεπτά· θαυμαστά. σεβάσμια».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’être honoré, auguste.
Étymologie: adj. verb. de σέβω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σεπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος (α. «το σεπτό λείψανο του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῑλος ῥέος», Αισχύλ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σεπτά
θαυμαστά
σεβάσμια».
επίρρ...
σεπτώς / σεπτῶς ΝΜΑ, και σεπτά Ν
κατά τρόπο σεπτό, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβ-τός < σέβομαι].

Greek Monotonic

σεπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σέβομαι, αξιοσέβαστος, σεβαστός, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεπτός -ή -όν [σέβω] vererenswaardig.

Russian (Dvoretsky)

σεπτός: [adj. verb. к σέβω благоговейно чтимый, священный (Νείλου ῥέος Aesch.).

Middle Liddell

σεπτός, ή, όν verb. adj. of σέβομαι
august, Aesch.