ανάπαιστος: Difference between revisions

From LSJ

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
(3)
 
mNo edit summary
Line 2: Line 2:
|mltxt=ο (Α [[ἀνάπαιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο άτονες και μία τονισμένη [[συλλαβή]]<br /><b>2.</b> [[στίχος]] που αποτελείται από αναπαίστους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανακρούεται, που αναπάλλεται<br /><b>2.</b> [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά [[συλλαβή]]<br /><b>3.</b> [[στίχος]] που αποτελείται από αναπαίστους<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἀνάπαιστοι</i><br />η [[παράβαση]] στην [[κωμωδία]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ ἀνάπαιστα</i><br />σατιρικά ή άσεμνα ποιήματα σε αναπαιστικό [[μέτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναπαίω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναπαιστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀναπαιστοπυρρίχιος</i>, [[ἀναπαιστοσπόνδειος]].
|mltxt=ο (Α [[ἀνάπαιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο άτονες και μία τονισμένη [[συλλαβή]]<br /><b>2.</b> [[στίχος]] που αποτελείται από αναπαίστους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανακρούεται, που αναπάλλεται<br /><b>2.</b> [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά [[συλλαβή]]<br /><b>3.</b> [[στίχος]] που αποτελείται από αναπαίστους<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἀνάπαιστοι</i><br />η [[παράβαση]] στην [[κωμωδία]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ ἀνάπαιστα</i><br />σατιρικά ή άσεμνα ποιήματα σε αναπαιστικό [[μέτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναπαίω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναπαιστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀναπαιστοπυρρίχιος</i>, [[ἀναπαιστοσπόνδειος]].
}}
}}
==Translations==
Armenian: անապեստ, վերջատանջ; Catalan: anapest; Czech: anapest; Danish: anapest; Dutch: anapest; English: [[anapaest]], [[anapast]]; Faroese: øvutur tríliður; Finnish: anapesti; French: anapeste; German: [[Anapäst]]; Greek: [[ανάπαιστος]]; Ancient Greek: [[ἀνάπαιστος]]; Ido: anapesto; Irish: anaipéist; Latin: anapaestus; Norwegian Bokmål: anapest; Nynorsk: anapest; Polish: anapest, antydaktyl; Portuguese: anapesto; Russian: [[анапест]]; Serbo-Croatian Cyrillic: ана̀пест; Roman: anàpest; Spanish: [[anapesto]]; Swedish: anapest

Revision as of 15:44, 5 January 2022

Greek Monolingual

ο (Α ἀνάπαιστος, -ον)
νεοελλ.
1. μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο άτονες και μία τονισμένη συλλαβή
2. στίχος που αποτελείται από αναπαίστους
αρχ.
1. αυτός που ανακρούεται, που αναπάλλεται
2. μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή
3. στίχος που αποτελείται από αναπαίστους
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀνάπαιστοι
η παράβαση στην κωμωδία
5. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ ἀνάπαιστα
σατιρικά ή άσεμνα ποιήματα σε αναπαιστικό μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπαίω.
ΠΑΡ. αναπαιστικός.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀναπαιστοπυρρίχιος, ἀναπαιστοσπόνδειος.

Translations

Armenian: անապեստ, վերջատանջ; Catalan: anapest; Czech: anapest; Danish: anapest; Dutch: anapest; English: anapaest, anapast; Faroese: øvutur tríliður; Finnish: anapesti; French: anapeste; German: Anapäst; Greek: ανάπαιστος; Ancient Greek: ἀνάπαιστος; Ido: anapesto; Irish: anaipéist; Latin: anapaestus; Norwegian Bokmål: anapest; Nynorsk: anapest; Polish: anapest, antydaktyl; Portuguese: anapesto; Russian: анапест; Serbo-Croatian Cyrillic: ана̀пест; Roman: anàpest; Spanish: anapesto; Swedish: anapest