δακτυλίδιον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
m (Text replacement - "]]del " to "]] del ")
m (Text replacement - " ," to ",")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0520.png Seite 520]] τό, dim. von [[δάκτυλος]] , Fingerchen, kleiner Zeh, Ar. Lys. 417. – Sp. = [[δακτύλιος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0520.png Seite 520]] τό, dim. von [[δάκτυλος]], Fingerchen, kleiner Zeh, Ar. Lys. 417. – Sp. = [[δακτύλιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:50, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλίδιον Medium diacritics: δακτυλίδιον Low diacritics: δακτυλίδιον Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: daktylídion Transliteration B: daktylidion Transliteration C: daktylidion Beta Code: daktuli/dion

English (LSJ)

[λῑ], τό, Dim. of δακτύλιος, A ring, IG11(2).161B119 (Delos, iii B. C.), BGU1104.13 (8 B.C.), PAmh.126.55 (ii A. D.), Poll.2.155, 5.100, BGU843.8, etc., but rejected by Atticists, cf. AB88. II δακτυλίδιον [λῐ], τό, Dim. of δάκτυλος, toe, Ar. Lys.417.

German (Pape)

[Seite 520] τό, dim. von δάκτυλος, Fingerchen, kleiner Zeh, Ar. Lys. 417. – Sp. = δακτύλιος.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλίδιον: [λῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ δακτύλιος, Πολυδ. Β΄, 155., 5. 100, κτλ., ἀλλ’ ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, Α. Β. 88. Ἴδε Κόντου Ἐφημ. Φιλομ. 1880, σελ. 132. ΙΙ. δακτῠλίδιον [λῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ δάκτυλος, δακτυλάκι, Ἀριστοφ. Λυσ. 417 (ἔνθα τὸ μέτρον εἶναι ἐλλιπές· ἴδε Δινδόρφ.).

Spanish (DGE)

(δακτῠλίδιον) -ου, τό
• Alolema(s): -διν GDRK 50.4, EDE 273, SB 9616ue.7 (VI d.C.)
• Prosodia: [-λῑ-]
1 dedito, dedo pequeño del pie, Ar.Lys.417
de la mano meñique ἐὰν δὲ ἄχυρον ἢ ψάμμος ἤ τι τοιοῦτον ἐμπέσοι (εἰς τὸν ὀφθαλμόν) ... δακτυλιδίῳ ἔξελε Aët.7.18
como adj. del tamaño de un dedito συντεμὼν εἰς δακτυλιδίους ... τόμους Damocr. en Gal.13.1000.
2 anillo, sortija δ. μικρόν Charito 1.13.11, ἐν[ώ] τια καὶ δ. BGU 1104.13 (I a.C.), cf. PAmh.126.55 (I d.C.), BGU 843.8 (I/II d.C.), Poll.2.155, PDura 30.21 (III d.C.), de diversos materiales χρυσοῦν IG 11(2).161B.119 (III a.C.), κολοβάφινον ID 1439Bbc.2.94 (II a.C.), περικεχρυσωμένον ID 1441A.2.81 (II a.C.), σιδηραῖον SB l.c., διαχρυσοῦν PMasp.340ue.32 (biz.), frec. c. piedras engarzadas δακτυλίδια δύο ὧν τὸ ἓν λίθον ἔχον ID 1409Ba.1.100, cf. 1443B.1.110 (ambas II a.C.), ὁ ἐπὶ τῷ δακτυλιδίῳ σμάραγδος Luc.Ep.Sat.29, διάλιθον IG 11(2).158A.6 (III a.C.), ἔνλιθον PSI 1033.12 (II d.C.), ἐγκλείσας (ψηφίδα) χρυσῷ δακτυλιδίῳ Alex.Trall.2.475.23, y frec. empleado como sello σφραγίδιον ἐλεφάντι[νον μικ] ρὸν δ. ἔχον IG 22.1455a.10 (IV a.C.), σφυ[ρίδιο] ν ἐσφραγισμένον ... ἐν τῷ ἀργυρῷ [δα] κτυλειδίῳ PWash.Univ.30.9 (III d.C.) en BL 8.509, cf. Hsch.δ 141, SB 9139.10 (VI d.C.), T.Sal.7.3.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλίδιον: τό мизинец ноги Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακτυλίδιον -ου, τό [δάκτυλος] kleine teen.