στραγγεία: Difference between revisions
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στραγγεία''': ἡ, [[δισταγμός]], [[ὄκνος]], [[μέλλησις]], «χρονοτριβή», ἀδόκιμον παρὰ Πολυδ. Θ΄ , 137· ἀλλ’ [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] παρὰ Μάρκ. Ἀντων. 4. 51. | |lstext='''στραγγεία''': ἡ, [[δισταγμός]], [[ὄκνος]], [[μέλλησις]], «χρονοτριβή», ἀδόκιμον παρὰ Πολυδ. Θ΄, 137· ἀλλ’ [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] παρὰ Μάρκ. Ἀντων. 4. 51. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[στραγγεύω]]<br />[[δισταγμός]], [[επιφυλακτικότητα]]. | |mltxt=ἡ, Α [[στραγγεύω]]<br />[[δισταγμός]], [[επιφυλακτικότητα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 9 January 2022
English (LSJ)
ἡ, A hesitation, loitering, rejected by Poll.9.137; restd. for στρατεία in M.Ant.4.51, and for στρατηγία in Hsch. s.v. τευτασμός.
German (Pape)
[Seite 950] ἡ, das Zaudern, Poll. 9, 137.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγεία: ἡ, δισταγμός, ὄκνος, μέλλησις, «χρονοτριβή», ἀδόκιμον παρὰ Πολυδ. Θ΄, 137· ἀλλ’ οὕτως ἀναγνωστέον παρὰ Μάρκ. Ἀντων. 4. 51.