κοινωφελής: Difference between revisions
Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κοινωφελής:''' общеполезный (Aesch. - v. l. к [[κοινοφιλής]] Plut.). | |elrutext='''κοινωφελής:''' общеполезный (Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] к [[κοινοφιλής]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κοινωφελής -ές [κοινός, ὠφελέω] in het algemeen belang. | |elnltext=κοινωφελής -ές [κοινός, ὠφελέω] in het algemeen belang. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 9 January 2022
English (LSJ)
ές, A of common utility, Ph.2.404, al., Gal.14.296, POxy.1409.19 (iii A.D.), Just.Nov.7.2.1: Comp., Max.Tyr.41.1: Sup., Ph.1.389.
German (Pape)
[Seite 1470] ές, gemeinnützig, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοινωφελής: -ές, χρήσιμος εἰς τὸ κοινόν, ὠφέλιμος, Γαλην. 14. 296, Φίλων 2. 404.
Greek Monolingual
-ές (AM κοινωφελής, -ές)
αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»).
επίρρ...
κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς)
με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. επωφελής, ψυχωφελής. Το -ω- κατά τον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει. Διατηρήθηκε επί πλέον και στο παρ. του ὄφελος, ὠφελῶ, κατ' αναλογία προς τα -ωφελής, και από αυτό πέρασε στα μεταρρημ. παρ. ωφέλεια, ωφελήσιμος, ωφέλιμος].
Russian (Dvoretsky)
κοινωφελής: общеполезный (Aesch. - v.l. к κοινοφιλής Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινωφελής -ές [κοινός, ὠφελέω] in het algemeen belang.