προέλευσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προέλευσις:''' εως ἡ выходка, (остроумный) выпад (Luc. - v. l. [[προαίρεσις]]).
|elrutext='''προέλευσις:''' εως ἡ выходка, (остроумный) выпад (Luc. - [[varia lectio|v.l.]] [[προαίρεσις]]).
}}
}}

Revision as of 11:55, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προέλευσις Medium diacritics: προέλευσις Low diacritics: προέλευσις Capitals: ΠΡΟΕΛΕΥΣΙΣ
Transliteration A: proéleusis Transliteration B: proeleusis Transliteration C: proelefsis Beta Code: proe/leusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A issuing forth, Sm.Ex.21.7, al., Olymp.in Mete. 147.23; ἐκ τοῦ παλατίου Tz.H.6.491; progress, procession, π. θριαμβική Eust.1292.16. 2 f.l. for προαίρεσις in Luc.Prom.Es6. 3 παραμύθιον τῆς π. μου a reward for my trouble, PFlor.332.20 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 719] ἡ, das Vorgehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προέλευσις: ἡ, τὸ προηγεῖσθαι, προχωρεῖν, Ἰουστῖν. Μ. 269D. II. πομπή, «ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς ὕστερον ἡ πομπὴ καὶ τὸ πέμπειν ἐπὶ θριαμβικῆς προελεύσεως» Εὐστάθ. 1292. 16· «ὅθεν καὶ πομπὴ ὁ θρίαμβος, ὃν προέλευσιν ἡ κοινὴ γλῶσσα καλεῖ» παρὰ τῷ αὐτῷ 762, 7· ὁ Κόμμοδος ἠθέλησε προέλευσιν ποιῆσαι Τζέτζ. Ἱστ. 6, 492. 2) ἔξοδος, ἔφοδος, Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγοις 6. ΙΙΙ. προαγωγή, προβιβασμός, Ἰω. Μόσχος 3084Β.

Russian (Dvoretsky)

προέλευσις: εως ἡ выходка, (остроумный) выпад (Luc. - v.l. προαίρεσις).