προβιβασμός
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
ὁ, advancing, Artem.2.12.
German (Pape)
[Seite 711] ὁ, = Vorigem, Artemid. 2, 12 A.
Greek (Liddell-Scott)
προβῐβασμός: ὁ, πρόοδος, τὸ ὁδηγεῖν πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀρτεμ. 2. 12· προαγωγή, προβιβασμός, Γεώργ. Παχυμ. ἐν βίῳ Ἀνδρ. Παλ. 299Β, Νικηφ. Βλεμμύδης, κλπ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ προβιβάζω
νεοελλ.-μσν.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προβιβάζω, η προαγωγή σε ανώτερη τάξη ή σε ανώτερο βαθμό
νεοελλ.
η προώθηση μαθητή σε ανώτερη τάξη
Į