ὀρειδρόμος: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀρειδρόμος:''' v. l. [[ὀριδρόμος|ὀρῑδρόμος]] 2 бегающий по горам ([[ἔλαφος]] Eur.). | |elrutext='''ὀρειδρόμος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ὀριδρόμος|ὀρῑδρόμος]] 2 бегающий по горам ([[ἔλαφος]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀρει-[[δρόμος]], ον, [[δραμεῖν]]<br />[[running]] on the hills, Eur. | |mdlsjtxt=ὀρει-[[δρόμος]], ον, [[δραμεῖν]]<br />[[running]] on the hills, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 9 January 2022
English (LSJ)
ον, A running on the hills, Pi.Pae.7.6 (ὀριδρ- Pap.), E.Ba.985 (lyr.), IA[1593], Nonn.D.5.229, 25.194 (v.l. ὀριδρ-).
German (Pape)
[Seite 371] die Berge durchlaufend, ἔλαφος, Eur. I. A. 1593.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειδρόμος: -ον, ὁ τρέχων ἀνὰ τὰ ὄρη, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1593.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court à travers les montagnes.
Étymologie: ὄρος, δραμεῖν.
English (Slater)
ὀρειδρόμος
1 running on the mountains ]ὀρειδρόμον τ[ε (Diehl, Schr.: ὀρίδρομόν Π.) (Pae. 7.6)
Greek Monolingual
ὀρειδρόμος και, δ. γρφ., ὀριδρόμος, -ον και ὀρεσ(σ)ιδρόμος και οὐρεσίδρομος, -ον (Α)
αυτός που διατρέχει τα όρη («ἔλαφον ὀρειδρόμον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρι- / ὀρεισ(σ)ι- (βλ. λ. όρος [II]) + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγοδρόμος.
Greek Monotonic
ὀρειδρόμος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει πάνω στους λόφους, στα βουνά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρειδρόμος: v.l. ὀρῑδρόμος 2 бегающий по горам (ἔλαφος Eur.).