ἱστοτριβής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἱστοτρῐβής:''' (вместе с кем-л.) находящийся у мачты (Aesch. - v. l. [[ἰσοτριβής]]). | |elrutext='''ἱστοτρῐβής:''' (вместе с кем-л.) находящийся у мачты (Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἰσοτριβής]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 9 January 2022
English (LSJ)
A v. ἰσοτριβής.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστοτρῐβής: -ές, ὁ περὶ τὸν ἱστὸν (πλοίου) τριβόμενος, σελμάτων ἱστοτριβής Αἰσχύλ. Ἀγ. 1442, ἔνθα ὁ Pauw διώρθωσεν ἰσοτριβὴς καὶ ἡ διόρθωσις αὐτοῦ ἐγένετο δεκτή.
Greek Monolingual
ἱστοτριβής, -ές (Α)
αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο κατάστρωμα κοντά στη βάση του ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικοτριβής, ωμοτριβής].
Russian (Dvoretsky)
ἱστοτρῐβής: (вместе с кем-л.) находящийся у мачты (Aesch. - v.l. ἰσοτριβής).