γλύπτης: Difference between revisions
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. γλύπτας <i>AP</i> 16.145<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. γλύπης <i>MAMA</i> 3.338 (Córico)<br />[[escultor]], <i>IFayoum</i> 163 (I a.C.), <i>MAMA</i> l.c., 3.454 (Córico), <i>PSI</i> 956.46 (VI d.C.), <i>Stud.Pal</i>.20.260.9 (VI/VII d.C.), <i>IGLS</i> 2916.2 (VI/VII d.C.), <i>AP</i> 16.142, l.c. | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[γλύπτας]] <i>AP</i> 16.145<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. γλύπης <i>MAMA</i> 3.338 (Córico)<br />[[escultor]], <i>IFayoum</i> 163 (I a.C.), <i>MAMA</i> l.c., 3.454 (Córico), <i>PSI</i> 956.46 (VI d.C.), <i>Stud.Pal</i>.20.260.9 (VI/VII d.C.), <i>IGLS</i> 2916.2 (VI/VII d.C.), <i>AP</i> 16.142, l.c. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. γλύπτρια, η) (AM [[γλύπτης]]) [[γλύφω]]<br />[[καλλιτέχνης]] ο [[οποίος]] απεικονίζει διάφορες μορφές ή παραστάσεις, τρισδιάστατες ή ανάγλυφες, σε [[μάρμαρο]], [[ξύλο]], [[μέταλλο]], πηλό κ.λπ. | |mltxt=[[γλύπτης]], ο (θηλ. [[γλύπτρια]], η) (AM [[γλύπτης]]) [[γλύφω]]<br />[[καλλιτέχνης]] ο [[οποίος]] απεικονίζει διάφορες μορφές ή παραστάσεις, τρισδιάστατες ή ανάγλυφες, σε [[μάρμαρο]], [[ξύλο]], [[μέταλλο]], πηλό κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:11, 25 January 2022
English (LSJ)
Dor. γλύπτας, ου, ὁ, carver, sculptor, APl.4.142, 145.
Greek (Liddell-Scott)
γλύπτης: -ου, ὁ, ὁ σκαλίζων, ὁ κόπτων ἢ ξέων μάρμαρα ἢ ξύλα, ἰδίως ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἀνθ. Π. 4. 142, 145.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. γλύπτας AP 16.145
• Grafía: graf. γλύπης MAMA 3.338 (Córico)
escultor, IFayoum 163 (I a.C.), MAMA l.c., 3.454 (Córico), PSI 956.46 (VI d.C.), Stud.Pal.20.260.9 (VI/VII d.C.), IGLS 2916.2 (VI/VII d.C.), AP 16.142, l.c.
Greek Monolingual
γλύπτης, ο (θηλ. γλύπτρια, η) (AM γλύπτης) γλύφω
καλλιτέχνης ο οποίος απεικονίζει διάφορες μορφές ή παραστάσεις, τρισδιάστατες ή ανάγλυφες, σε μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο, πηλό κ.λπ.
Greek Monotonic
γλύπτης: -ου, ὁ (γλύφω), σκαλιστής, γλύπτης μαρμάρου, σε Ανθ.