επισκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπισκευάζω]]) [[σκευή]]<br />[[επαναφέρω]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]], [[διορθώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]] («τὸ δεῑπνον αὐτοῖς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον»)<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[συμπληρώνω]] τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[σαμαρώνω]]<br /><b>4.</b> [[φορτώνω]] («τἄλλα χρήματα ἐφ’ ἁμαξῶν ἐπισκευάσαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[προάγω]] («τὴν διαλεκτικήν... ἐπισκευάζων εἰς ἐπιστήμας ὑποκειμένων τινῶν πραγμάτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μεσ.</b> <i>ἐπισκευάζομαι</i><br />[[εφοδιάζω]] με τα αναγκαία.
|mltxt=(AM [[ἐπισκευάζω]]) [[σκευή]]<br />[[επαναφέρω]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]], [[διορθώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]] («τὸ δεῖπνον αὐτοῖς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον»)<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[συμπληρώνω]] τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[σαμαρώνω]]<br /><b>4.</b> [[φορτώνω]] («τἄλλα χρήματα ἐφ’ ἁμαξῶν ἐπισκευάσαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[προάγω]] («τὴν διαλεκτικήν... ἐπισκευάζων εἰς ἐπιστήμας ὑποκειμένων τινῶν πραγμάτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μεσ.</b> <i>ἐπισκευάζομαι</i><br />[[εφοδιάζω]] με τα αναγκαία.
}}
}}

Latest revision as of 20:29, 27 January 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπισκευάζω) σκευή
επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, διορθώνω
αρχ.
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («τὸ δεῖπνον αὐτοῖς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον»)
2. (για πλοία) συμπληρώνω τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», Πολ.)
3. (για ζώα) σαμαρώνω
4. φορτώνω («τἄλλα χρήματα ἐφ’ ἁμαξῶν ἐπισκευάσαι», Ξεν.)
5. προάγω («τὴν διαλεκτικήν... ἐπισκευάζων εἰς ἐπιστήμας ὑποκειμένων τινῶν πραγμάτων», Αριστοτ.)
6. μεσ. ἐπισκευάζομαι
εφοδιάζω με τα αναγκαία.