μονόχροος: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, [[ὡσαύτως]] -χρως, ων, ὁ ἔχων ἓν μόνον [[χρῶμα]] | |lstext='''μονόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, [[ὡσαύτως]] -χρως, ων, ὁ ἔχων ἓν μόνον [[χρῶμα]] συχν. παρ’ Ἀριστ., [[ὅστις]] ἐν τῷ ἑν. ἔχει τὸ οὐδέτερ. μονόχρουν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 1, -χρων, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 3., 5. 6, 9· ἐν τῷ πληθ. ἔχει ἀεὶ μονόχροα, -όων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 5, 5., 3. 12, 1, π. Ζ. Γεν. 5. 6, 1, κ. ἀλλ.· ὑπάρχει διάφ. γραφ. -χρωμος, 3. 3, 11, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 28, [[μονόχροιος]], ἴδε τὴν λέξιν· [[ὡσαύτως]] μονοχρώμᾰτος, ον, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 90D· ἐπὶ ζωγραφημάτων, Πλίν. 35. 3. Πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 468. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μονόχροος:''' стяж. μονόχρους 2 Arst. = [[μονόχρως]]. | |elrutext='''μονόχροος:''' стяж. μονόχρους 2 Arst. = [[μονόχρως]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 31 January 2022
English (LSJ)
ον, contr. μονό-χρους, ουν, also μονό-χρως, ων, A of one colour, freq. in Arist., neut. sg. μονόχρουν HA 558a26, -χρων GA749a25, 786a28: in plural always μονόχροα, HA489b15, Thphr.HP1.13.1: gen. -όων Arist.HA519a5.
German (Pape)
[Seite 206] zsgzgn μονόχρους, ουν, einfarbig, Arist. gener. an. 5, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ὡσαύτως -χρως, ων, ὁ ἔχων ἓν μόνον χρῶμα συχν. παρ’ Ἀριστ., ὅστις ἐν τῷ ἑν. ἔχει τὸ οὐδέτερ. μονόχρουν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 1, -χρων, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 3., 5. 6, 9· ἐν τῷ πληθ. ἔχει ἀεὶ μονόχροα, -όων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 5, 5., 3. 12, 1, π. Ζ. Γεν. 5. 6, 1, κ. ἀλλ.· ὑπάρχει διάφ. γραφ. -χρωμος, 3. 3, 11, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 28, μονόχροιος, ἴδε τὴν λέξιν· ὡσαύτως μονοχρώμᾰτος, ον, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 90D· ἐπὶ ζωγραφημάτων, Πλίν. 35. 3. Πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 468.
Russian (Dvoretsky)
μονόχροος: стяж. μονόχρους 2 Arst. = μονόχρως.