ὀκνηρία: Difference between revisions
From LSJ
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
m (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκνηρία''': ἡ, = [[ὄκνος]]. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), | |lstext='''ὀκνηρία''': ἡ, = [[ὄκνος]]. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), συχν. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ὀκνηρία]]) [[οκνηρός]]<br />[[τάση]] για [[αποφυγή]] εργασίας και [[κάθε]] δραστηριότητας, [[νωθρότητα]], [[τεμπελιά]] («ἀπεῖχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ»). | |mltxt=η (Α [[ὀκνηρία]]) [[οκνηρός]]<br />[[τάση]] για [[αποφυγή]] εργασίας και [[κάθε]] δραστηριότητας, [[νωθρότητα]], [[τεμπελιά]] («ἀπεῖχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ»). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 January 2022
English (LSJ)
ἡ, A = ὄκνος, LXXEc.10.18, PMasp.158.15(vi A. D.), Gloss.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀκνηρία: ἡ, = ὄκνος. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), συχν. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ.
Greek Monolingual
η (Α ὀκνηρία) οκνηρός
τάση για αποφυγή εργασίας και κάθε δραστηριότητας, νωθρότητα, τεμπελιά («ἀπεῖχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ»).