χαμομήλι: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
(46)
 
mNo edit summary
Line 2: Line 2:
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] chamomilla, παλαιότερα [[ματρικάρια]], που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] της τάξης [[φαβώδη]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αφεψήματος που παρασκευάζεται από τις ταξιανθίες του είδους Chamomilla recutita και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «άγριο [[χαμομήλι]]» ή, [[απλώς]], «αγριοχαμομήλι»<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών ειδών του γένους [[ανθεμίς]] και, [[ιδίως]], του είδους Αnthemis nobilis ή Chamaemelum nobile, τα [[άνθη]] του οποίου χρησιμοποιούνται για την [[παρασκευή]] αφεψήματος με φαρμακευτικές ιδιότητες ανάλογες του χαμομηλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[χαμαίμηλον]], μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. <i>χαμομήλιον</i>].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] chamomilla, παλαιότερα [[ματρικάρια]], που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] της τάξης [[φαβώδη]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αφεψήματος που παρασκευάζεται από τις ταξιανθίες του είδους Chamomilla recutita και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «άγριο [[χαμομήλι]]» ή, [[απλώς]], «αγριοχαμομήλι»<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών ειδών του γένους [[ανθεμίς]] και, [[ιδίως]], του είδους Αnthemis nobilis ή Chamaemelum nobile, τα [[άνθη]] του οποίου χρησιμοποιούνται για την [[παρασκευή]] αφεψήματος με φαρμακευτικές ιδιότητες ανάλογες του χαμομηλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[χαμαίμηλον]], μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. <i>χαμομήλιον</i>].
}}
}}
==Translations==
ar: بابونج; azb: بابانئح; cy: camri; el: χαμομήλι; en: chamomile; fa: بابونه; fr: camomille; ga: fíogadán; gv: camomile; inh: моажолг; jv: camomile; ka: გვირილა; ko: 캐모마일; pt: camomila; ro: mușețel; sd: بابونو; simple: chamomile; tr: papatya; zh_yue: 洋甘菊

Revision as of 17:43, 19 April 2022

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών chamomilla, παλαιότερα ματρικάρια, που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα της τάξης φαβώδη
2. είδος αφεψήματος που παρασκευάζεται από τις ταξιανθίες του είδους Chamomilla recutita και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες
3. φρ. «άγριο χαμομήλι» ή, απλώς, «αγριοχαμομήλι»
βοτ. κοινή ονομασία τών ειδών του γένους ανθεμίς και, ιδίως, του είδους Αnthemis nobilis ή Chamaemelum nobile, τα άνθη του οποίου χρησιμοποιούνται για την παρασκευή αφεψήματος με φαρμακευτικές ιδιότητες ανάλογες του χαμομηλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χαμαίμηλον, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. χαμομήλιον].

Translations

ar: بابونج; azb: بابانئح; cy: camri; el: χαμομήλι; en: chamomile; fa: بابونه; fr: camomille; ga: fíogadán; gv: camomile; inh: моажолг; jv: camomile; ka: გვირილა; ko: 캐모마일; pt: camomila; ro: mușețel; sd: بابونو; simple: chamomile; tr: papatya; zh_yue: 洋甘菊