Θεσσαλικός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=THessalikos
|Transliteration C=THessalikos
|Beta Code=*qessaliko/s
|Beta Code=*qessaliko/s
|Definition=Att. [[Θετταλικός]], Θεσσαλική, Θεσσαλικόν, [[Thessalian]]: Θεσσαλικὸν [[ἕδος]], a sort of<br><span class="bld">A</span> [[chair]] or [[couch]], Hp.Art.7; ὄρεα Hdt.7.128; [[δίφρος]] Eup.58, cf. Poll.7.112; Θ. [[ἔνθεσις]] Hermipp. 41; Θ. [[δεῖπνον|δεῖπνα]] Ar.Fr.492, cf. Antiph. 34.3. Adv. [[Θεσσαλικῶς]] Crates Com. 19.<br><span class="bld">2</span> [[of the Thessalian dialect]], [[ἔθος]] A.D.Synt.214.6; [[διαίρεσις]] ib.50.9. Adv. [[Θεσσαλικῶς]] Id.Pron.109.1: Comp. Θεσσαλικώτερον Id.Synt.159.9.
|Definition=Att. [[Θετταλικός]], Θεσσαλική, Θεσσαλικόν, [[Thessalian]]: Θεσσαλικὸν [[ἕδος]], a sort of<br><span class="bld">A</span> [[chair]] or [[couch]], Hp.Art.7; ὄρεα Hdt.7.128; [[δίφρος]] Eup.58, cf. Poll.7.112; Θεσσαλικὴ [[ἔνθεσις]] Hermipp. 41; Θ. [[δεῖπνον|δεῖπνα]] Ar.Fr.492, cf. Antiph. 34.3. Adv. [[Θεσσαλικῶς]] Crates Com. 19.<br><span class="bld">2</span> [[of the Thessalian dialect]], [[ἔθος]] A.D.Synt.214.6; [[διαίρεσις]] ib.50.9. Adv. [[Θεσσαλικῶς]] Id.Pron.109.1: Comp. Θεσσαλικώτερον Id.Synt.159.9.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:24, 27 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θεσσαλικός Medium diacritics: Θεσσαλικός Low diacritics: Θεσσαλικός Capitals: ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΣ
Transliteration A: Thessalikós Transliteration B: Thessalikos Transliteration C: THessalikos Beta Code: *qessaliko/s

English (LSJ)

Att. Θετταλικός, Θεσσαλική, Θεσσαλικόν, Thessalian: Θεσσαλικὸν ἕδος, a sort of
A chair or couch, Hp.Art.7; ὄρεα Hdt.7.128; δίφρος Eup.58, cf. Poll.7.112; Θεσσαλικὴ ἔνθεσις Hermipp. 41; Θ. δεῖπνα Ar.Fr.492, cf. Antiph. 34.3. Adv. Θεσσαλικῶς Crates Com. 19.
2 of the Thessalian dialect, ἔθος A.D.Synt.214.6; διαίρεσις ib.50.9. Adv. Θεσσαλικῶς Id.Pron.109.1: Comp. Θεσσαλικώτερον Id.Synt.159.9.

Greek (Liddell-Scott)

Θεσσαλικός: Ἀττ. Θεττ-, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Θεσ. ἕδος, εἶδος καθίσματος ἢ ἀνακλίντρου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· δίφρος Εὔπολ. ἐν Αὐτ. 6· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 112· Θ. ἔνθεσις, Θετταλικὰ δεῖπνα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 413· ἐπειδὴ ἡ Θεσσαλικὴ λαιμαργία ἦτο παροιμιώδης, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν Συντρ. 1, Ἀθήν. 418Β κἑξ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κράτης ἐν Λαμ. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Thessalie, thessalien.
Étymologie: Θεσσαλία.

Russian (Dvoretsky)

Θεσσᾰλικός: атт. Θεττᾰλικός 3 фессалийский Her., Plat. etc.

English (Woodhouse)

Thessalian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)