ἀρχαιοπινής: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />ret. [[que tiene un barniz antiguo]] χνοῦς fig., de cierto arcaísmo en el estilo, D.H.<i>Dem</i>.38. | |dgtxt=-ές<br />ret. [[que tiene un barniz antiguo]] χνοῦς fig., de cierto [[arcaísmo]] en el [[estilo]], D.H.<i>Dem</i>.38. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀρχαιοπινής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[σκουριά]] της αρχαιότητας<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[απλότητα]] του αρχαίου ύφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ακαθαρσία]], [[λέρα]]»]. | |mltxt=-ές (Α [[ἀρχαιοπινής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[σκουριά]] της αρχαιότητας<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[απλότητα]] του αρχαίου ύφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ακαθαρσία]], [[λέρα]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 4 May 2022
English (LSJ)
ές, A with the patina of antiquity, D.H.Dem.38.
German (Pape)
[Seite 364] ές (πίνος), mit dem Rost, den Spuren des Alterthums versehen, D. Hal. de vi Dem. 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιοπῐνής: -ές, ὁ τὴν σκωρίαν ἔχων τῆς ἀρχαιότητος, μεταφ., ὁ τὴν ἀφέλειαν ἔχων τοῦ ἀρχαίου ὕφους, ἵνα… ἐπανθῇ τις αὐταῖς (ταῖς τοιαύταις συζυγίαις) χνοῦς ἀρχαιοπινὴς καὶ χάρις ἀβίαστος Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.
Spanish (DGE)
-ές
ret. que tiene un barniz antiguo χνοῦς fig., de cierto arcaísmo en el estilo, D.H.Dem.38.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀρχαιοπινής, -ές)
1. αυτός που έχει τη σκουριά της αρχαιότητας
2. αυτός που έχει την απλότητα του αρχαίου ύφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -πινής < πίνος «ακαθαρσία, λέρα»].