ἀνοησία: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anoisia | |Transliteration C=anoisia | ||
|Beta Code=a)nohsi/a | |Beta Code=a)nohsi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[want of understanding]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀβέλτερος]].<br><span class="bld">2</span> opp. [[νόησις]], [[unknowing]], i.e. [[mystical]] [[vision]], θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως = it is grasped only by means of an [[ignorance]] [[superior]] to [[intellection]] / it may be immediately cognised only by means of a [[non-intellection]] [[superior]] to [[intellection]] Porph.Sent.25.<br><span class="bld">3</span> [[mindlessness]], ib.44. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[carencia de sensatez]], [[insensatez]] Aq.<i>Ps</i>.48.14, Sud.s.u. [[ἀβέλτερος]].<br /><b class="num">2</b> [[intuición mística]] θεωρεῖται | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[carencia de sensatez]], [[insensatez]] Aq.<i>Ps</i>.48.14, Sud.s.u. [[ἀβέλτερος]].<br /><b class="num">2</b> [[intuición mística]] θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως Porph.<i>Sent</i>.25, de Dios [[ἀλογία]] καὶ ἀνοησία καὶ [[ἀνωνυμία]] Dion.Ar.M.3.588B.<br /><b class="num">3</b> [[incapacidad de pensar]] ὁ νοῦς ἐπίνοιαν οὐδεμίαν ἐν ἑαυτῷ ἀνοησίας ἔχων Porph.<i>Sent</i>.44. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀνοησία]])<br />η [[ιδιότητα]] του ανόητου, [[βλακεία]], [[απερισκεψία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> ανόητη [[πράξη]] ή [[λόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το ακατάληπτο, το ακατανόητο. | |mltxt=η (Α [[ἀνοησία]])<br />η [[ιδιότητα]] του ανόητου, [[βλακεία]], [[απερισκεψία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> ανόητη [[πράξη]] ή [[λόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το ακατάληπτο, το ακατανόητο. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:57, 25 May 2022
English (LSJ)
ἡ,
A want of understanding, Suid. s.v. ἀβέλτερος.
2 opp. νόησις, unknowing, i.e. mystical vision, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως = it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection / it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection Porph.Sent.25.
3 mindlessness, ib.44.
German (Pape)
[Seite 239] ἡ (ἀνόητος), Gedankenlosigkeit, Unverstand, Sp. S. ἀνοητία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοησία: ἡ, ἔλλειψις νοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀβέλτερος περὶ τὸ τέλος. ΙΙ. = ἀκαταληψία, τὸ ἀκατάληπτον, τὸ ἀκατανόητον, Διονύσ. Ἀρεοπ. περὶ Θείων Ὀνομ. 1. 1, σ. 376.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 carencia de sensatez, insensatez Aq.Ps.48.14, Sud.s.u. ἀβέλτερος.
2 intuición mística θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως Porph.Sent.25, de Dios ἀλογία καὶ ἀνοησία καὶ ἀνωνυμία Dion.Ar.M.3.588B.
3 incapacidad de pensar ὁ νοῦς ἐπίνοιαν οὐδεμίαν ἐν ἑαυτῷ ἀνοησίας ἔχων Porph.Sent.44.
Greek Monolingual
η (Α ἀνοησία)
η ιδιότητα του ανόητου, βλακεία, απερισκεψία
νεοελλ.
συνεκδ. ανόητη πράξη ή λόγος
αρχ.
το ακατάληπτο, το ακατανόητο.