εναγής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐναγής]], -ές)<br />αυτός που ενέχεται σε [[άγος]], ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή [[ανοσιούργημα]], [[καταραμένος]], αφορισμένος, [[αποτρόπαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγους ή πράγμ.) [[βδελυρός]], [[μυσαρός]], [[ανόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεσμεύεται με [[κατάρα]] [[εναντίον]] του για την [[περίπτωση]] απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῑ λόγῳ σ' ἄτιμον βαλεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐναγῶς</i><br />[[ευσεβώς]], με σεβασμό.
|mltxt=-ές (AM [[ἐναγής]], -ές)<br />αυτός που ενέχεται σε [[άγος]], ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή [[ανοσιούργημα]], [[καταραμένος]], αφορισμένος, [[αποτρόπαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγους ή πράγμ.) [[βδελυρός]], [[μυσαρός]], [[ανόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεσμεύεται με [[κατάρα]] [[εναντίον]] του για την [[περίπτωση]] απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῖ λόγῳ σ' ἄτιμον βαλεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐναγῶς</i><br />[[ευσεβώς]], με σεβασμό.
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 May 2022

Greek Monolingual

-ές (AM ἐναγής, -ές)
αυτός που ενέχεται σε άγος, ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή ανοσιούργημα, καταραμένος, αφορισμένος, αποτρόπαιος
αρχ.
1. (για λόγους ή πράγμ.) βδελυρός, μυσαρός, ανόσιος
2. αυτός που δεσμεύεται με κατάρα εναντίον του για την περίπτωση απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῖ λόγῳ σ' ἄτιμον βαλεῖν», Σοφ.)
επίρρ...
ἐναγῶς
ευσεβώς, με σεβασμό.