εναγής: Difference between revisions
From LSJ
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐναγής]], -ές)<br />αυτός που ενέχεται σε [[άγος]], ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή [[ανοσιούργημα]], [[καταραμένος]], αφορισμένος, [[αποτρόπαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγους ή πράγμ.) [[βδελυρός]], [[μυσαρός]], [[ανόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεσμεύεται με [[κατάρα]] [[εναντίον]] του για την [[περίπτωση]] απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν | |mltxt=-ές (AM [[ἐναγής]], -ές)<br />αυτός που ενέχεται σε [[άγος]], ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή [[ανοσιούργημα]], [[καταραμένος]], αφορισμένος, [[αποτρόπαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγους ή πράγμ.) [[βδελυρός]], [[μυσαρός]], [[ανόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεσμεύεται με [[κατάρα]] [[εναντίον]] του για την [[περίπτωση]] απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῖ λόγῳ σ' ἄτιμον βαλεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐναγῶς</i><br />[[ευσεβώς]], με σεβασμό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:00, 27 May 2022
Greek Monolingual
-ές (AM ἐναγής, -ές)
αυτός που ενέχεται σε άγος, ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή ανοσιούργημα, καταραμένος, αφορισμένος, αποτρόπαιος
αρχ.
1. (για λόγους ή πράγμ.) βδελυρός, μυσαρός, ανόσιος
2. αυτός που δεσμεύεται με κατάρα εναντίον του για την περίπτωση απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῖ λόγῳ σ' ἄτιμον βαλεῖν», Σοφ.)
επίρρ...
ἐναγῶς
ευσεβώς, με σεβασμό.