δάμνιππος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - " " to "") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δάμνιππος''': -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Ὀρφ. Ἀργ. 738. | |lstext='''δάμνιππος''': -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Ὀρφ. Ἀργ. 738. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt== [[δαμάσιππος]] -ου, ὁ, [[domador de caballos]] epít. de [[Atenea]], Lamprocl.1, Corn.<i>ND</i> 20, de Lidia, B.3.23, de las amazonas, Orph.<i>A</i>.740 ([[δάμνιππος]] cód.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[δάμνιππος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νεαρός]] [[ιππέας]] ο [[οποίος]] καβαλικεύει τα άλογα που για πρώτη [[φορά]] οδηγούνται σε [[ιππασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δαμάζει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμν</i>- του ρ. [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[ίππος]]]. | |mltxt=ο (Α [[δάμνιππος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νεαρός]] [[ιππέας]] ο [[οποίος]] καβαλικεύει τα άλογα που για πρώτη [[φορά]] οδηγούνται σε [[ιππασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δαμάζει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμν</i>- του ρ. [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[ίππος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 May 2022
English (LSJ)
ον, A horse-taming, Orph.A.740.
German (Pape)
[Seite 522] Rosse bändigend, Orph. Arg. 738.
Greek (Liddell-Scott)
δάμνιππος: -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Ὀρφ. Ἀργ. 738.
Spanish (DGE)
= δαμάσιππος -ου, ὁ, domador de caballos epít. de Atenea, Lamprocl.1, Corn.ND 20, de Lidia, B.3.23, de las amazonas, Orph.A.740 (δάμνιππος cód.).
Greek Monolingual
ο (Α δάμνιππος, -ον)
νεοελλ.
νεαρός ιππέας ο οποίος καβαλικεύει τα άλογα που για πρώτη φορά οδηγούνται σε ιππασία
αρχ.
όποιος δαμάζει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμν- του ρ. δάμνημι «δαμάζω» + ίππος].