έμπεδος: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπεδος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[στερεά]] στηριγμένος στο [[έδαφος]] («ἔμπεδον | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπεδος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[στερεά]] στηριγμένος στο [[έδαφος]] («ἔμπεδον τεῖχος»)<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]] στη [[σκέψη]]<br /><b>3.</b> (για [[κατάσταση]], [[ιδιότητα]]) [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[έμπεδο]]<br />στρατιωτική [[μονάδα]] σε καιρό επιστρατεύσεως που αντικαθιστά στην [[έδρα]] της [[τακτική]] [[μονάδα]] η οποία μετακινείται στον χώρο τών επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἔμπεδον</i> και [[ἔμπεδα]]<br /><b>1.</b> [[σταθερά]] («μένειν ἔμπεδον»)<br /><b>2.</b> [[συνεχώς]], [[χωρίς]] [[διακοπή]] («θέειν ἔμπεδον)<br /><b>3.</b> ασφαλώς, πολύ καλά («[[ἴσθι]] τόδ' ἔμπεδον»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:50, 13 June 2022
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμπεδος, -ον)
1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῖχος»)
2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη
3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο
στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που αντικαθιστά στην έδρα της τακτική μονάδα η οποία μετακινείται στον χώρο τών επιχειρήσεων
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἔμπεδον και ἔμπεδα
1. σταθερά («μένειν ἔμπεδον»)
2. συνεχώς, χωρίς διακοπή («θέειν ἔμπεδον)
3. ασφαλώς, πολύ καλά («ἴσθι τόδ' ἔμπεδον»).